-
1 штыковой
επ.της λόγχης• με λόγχη•штыковойое остриё η αιχμή της λόγχης•-ая рана πληγή από λόγχη•
-ая атака επίθεση με εφόπλου λόγχη•
штыковой бой η λογχομαχία.
-
2 λόγχη
λόγχ-η (A), ἡ,A spear-head, Hdt.7.69;λ. δορός S. Tr. 856
, E.Tr. 1318 (both lyr.): also in pl. of a single spear, the point with its barbs, τὸ ξυστὸν τῇσι λόγχῃσι ἐὸν ὁμοίως χρύσεον the shaft alike with the spear-head, Hdt.1.52, etc.; , cf. X.Cyn.10.3 (where the shaft is ῥάβδος) ; οἱ κνώδοντες τῆς λόγχης the barbs of the spear-head, ib.16.2 lance-shaped birth-mark, Trag.Adesp.84.II lance, spear, javelin, Batr.129;χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ Pi.N.10.60
, cf. S.Tr. 512 (lyr.), etc.: metaph.,ὀμμάτων ἄπο λόγχας ἵησιν Id.Fr. 157
; λόγχας ἐσθίων, prov. of a bragging coward, a 'fire-eater', Timocl.12.5.III troop of spearmen,ξὺν ἑπτὰ λόγχαις S.OC 1312
, cf. Ant. 119 (lyr.);μυρίαν ἄγων λόγχην E.Ph. 442
;λόγχης ἀριθμῷ πλείονος κρατούμεναι Id.Fr. 286.12
;χωρεῖτε, λόγχη Id.Cret.45
.------------------------------------ -
3 αὐλός
αὐλός (ἄω, αὔω), ὁ, 1) jedes Blaseinstrument, bes. die Flöte, theils von Rohr u. Holz, theils von Knochen u. Metall, von unserer Flöte sowohl durch das eingesetzte Mundstück ( γλωσσίς), als durch den stärkeren, tieferen Ton verschieden; Il. 10, 13. 18, 495; H. h. Merc. 451. Es gab bei den verschiedenen griechischen Stämmen verschiedene Flöten; Her. unterscheidet γυναικεῖος καὶ ἀνδρεῖος, 1, 17; Pind. spricht von βοή u. καναχὴ αὐλῶν, Ol. 3, 8 P. 10, 39; καλλιβόας Soph. Ir. 658; βαρύβρομος Eur. Hel. 1367; ἐριβρεμέτης Archi. 4 (VI, 195); Ἐνυαλίου, die Trompete, Tymn. 1 (VI, 157). Man sagte πρὸς αὐλὸν ὀρχεῖσϑαι, λέγειν, Xen., wie ὑπ' αὐλοῦ, Her., ὑπὸ τὸν αὐλόν, Xen., s. die Präpos. – 2) jede Röhre, röhrenartiger Körper, nach Ath. V, 189 c πᾶν τὸ διατεταμένον εἰς εὐϑύτητα σχῆμα. ὥσπερ τὸ στάδιον, wie Lycophr. 40; ἐγκέφαλος παρ' αὐλὸν ἀνέδραμεν Il. 17, 297, das Gehirn spritzte neben der Röhre des Speers heraus. Andere erkl. röhrenweis, d. i. stromweis, wie Od. 22, 18 αὐλὸς παχύς ein dicker Blutstrom ist; Poll. 5, 20 αὐλός, τῆς λόγχης τὸ περὶ τὸ ξύλον; Eusth. ἡ ὀπὴ τῆς αἰχμῆς, ᾗ τὸ ξύλον ἐμβάλλεται; Od. 19, 227 περόνη τέτυκτο αὐλοῖσιν διδύμοισι, mit doppelten Röhren, die Löcher, in welche die Haken eingreifen. Bei Arist. H. A. die Röhren, wodurch der Wallfisch das Wasser ausstößt; ποδῶν, Röhrknochen, Opp. Cyn. 1, 189. – 3) ein Fisch.
-
4 κνωδων
- οντος ὅ1) нож, мечὁ αἰόλος κ. Soph. — сверкающий меч
2) pl. лезвие3) pl. зубцы, зубья, острия(τῆς λόγχης Xen.)
-
5 ραβδος
ἥ1) палка, трость, розга(ῥάβδῳ κρούειν Xen.)
αἱ ῥάβδοι Plut. ( в Риме) — ликторские пучки2) волшебный жезл, магическая палочка (sc. τοῦ Ἑρμέω Hom.)3) удочка (sc. τοῦ ἁλιῆος Hom.)4) птицеловная палка ( покрытая клеем)(sc. τοῦ ὀρνιθευτοῦ Arph.)
5) жезл, посох Pind., NT.6) прут, тж. нить(χρύσεαι ῥάβδοι Hom.)
7) древко (sc. τῆς λόγχης Xen.)8) световая полоса, pl. пучок лучей(ῥάβδοι περὴ τὸν ἥλιον Arst.)
9) полоска10) грам. строка, стих. -
6 λόγχη
η1) штык;έφοδος ( — или επίθεση) μ' εφ' όπλου λόγχην — штыковая атака;
μάχη μ' εφ' όπλου λόγχες — штыковой бой;
ορμώ μ' εφ' όπλου λόγχην — идти в штыки;
εφ' όπλου λόγχην! — или εμπρός διά της λόγχης! — в штыки! (команда);
2) копьё, пика -
7 λόγχη
Grammatical information: f.Meaning: `spear-, lancehead, javelin, lance' (Pi.).Compounds: Compp., e.g. λογχο-φόρος `lance-bearer' (E., Ar., X., Plb.), δί-λογχος `with double-lance' (A.).Derivatives: Diminut.: λογχ-ίον (hell. inscr.), - άριον (Posidon., Luc.), - ίς (hell. [?]), - ίδια (H. s. ζιβύννια). Adj.: λόγχιμος `belonging to the lance' (A.; after μάχιμος, Arbenz 79); λογχωτός `provided with lance(s)' (B., E., hell. inscr.; on the formation Schwyzer 503: 4) with λογχόομαι, s. below; λογχήρης `id.' (E.), λογχαῖος μετὰ τῆς λόγχης (Suid.). Subst.: λογχίτης m. `lance-bearer' (Hdn.; Redard 41), λογχῖτις f. plantname (Dsc., Gal.; after the form of the seeds, Strömberg Pflanzennamen 55). Verbs: λογχόομαι `provide with lance' (Arist., Str.; prob. backformation from λογχωτός) and (rare) λογχεύω `pierce with a lance' (AP 9, 300 in tit.), λογχάζει H. as explanation of δοράζει. From λόγχη NGr. λόχη `flame' with λοχεύω of stinging of bees, metaph. of the heat of fever, s. Hatzidakis in Kretschmer Glotta 5, 293.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained. Several unconvincing hypotheses. To λαγ-χάνω as "the reaching" (Solmsen Unt. 83 w. n. 1 hesitating after Prellwitz); prop. "the long one" from *λογχος = Lat. longus (Prellwitz Wb.2, Walde LEW2 s. longus), evtl. through cross with a form *λάχη belonging to λαχαίνω with further connection with Celt., e.g. MIr. lāigen `lance' (Walde LEW2 s. lancea; against this s. λαχαίνω), (also Lat. lancea is involved as indirect loan from λόγχη, s. W.-Hofmann s. v. All little convincing.Page in Frisk: 2,133-134Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λόγχη
-
8 ἀκμή
A point, edge: prov., ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς on the razor's edge (v. sub ξυρόν); ἀ. φασγάνου, ὅπλων, Pi.P.9.81, Plb.15.16.3 (pl.);ὀδόντων Pi.N.4.63
, etc.;λόγχης ἀκμή E.Supp. 318
;κερκίδων ἀκμαί S.Ant. 976
; ἀμφιδέξιοι ἀ. both hands, Id.OT 1243; ποδοῖν ἀ. feet, ib. 1034; ἔμπυροι ἀκμαί pointed flames, E.Ph. 1255, cf.πυρὸς ἀκμαί Epicr.6c
odd.II highest or culminating point of anything, flower, prime, zenith, esp. of man's age, ;ἐντῇδε τοῦ κάλλους ἀκμῇ Cratin.195
;σώματός τε καὶ φρονήσεως Pl.R. 461a
; ; ὀξυτάτη δρόμου ἀ. ibid.;ἀ. βίου X.Cyr.7.2.20
, etc.;ἐν ταύταις ταῖς ἀ. Isoc.7.37
; ἐν ἀκμῇ εἶναι, of corn, to be ripe, Th.4.2;ἀκμὴν ἔχειν τῆς ἄνθης Pl.Phdr. 230b
;τοσοῦτον τῆς ἀ. ὑστερῶν Isoc. Ep.6.4
; τῆς ἀ. λήγειν begin to decline, Pl.Smp. 219a:—in various relations, ἀ. ἦρος spring- prime, Pi.P.4.64; ἀ. θέρους mid-summer, X. HG5.3.19;βραχεῖα ἀ. πληρώματος Th.7.14
; ἀ. τοῦ ναυτικοῦ flower of their navy, Id.8.46;ἀ. τῆς δόξης Id.2.42
;ἡ ἀ. τῆς Σπάρτης, τῶν νέων Demad.12
; ἀ. νούσου crisis of disease, Hp.Acut.38:—generally, strength, vigour,ἐν χερὸς ἀκμᾷ Pi.O.2.63
, cf. A.Pers. 1060; ἀ. ποδῶν swiftness, Pi.I.8(7).41, cf. A.Eu. 370;φρενῶν Pi.N.3.39
; συμπεσεῖν ἀκμᾷ βαρύς cj. Id.I.4(3).51: periphr. like βία, ἀκμὴ Θησειδᾶν S.OC 1066.2 Rhet., ἀκμὴ λόγου supreme effort, culmination, climax, Hermog.Inv.4.4, Id.1.10; pl., ib.11, cf. Philostr.VS1.25.7.III of Time, like καιρός, the time, i. e. best, most futing time, freq. in Trag., ; ἔργων, λόγων, ἕδρας ἀκμή time for doing, speaking, sitting still, Id.El.22, Ph.12, Aj. 811: c. inf.,κοὐκέτ' ἦν μέλλειν ἀ. A.Pers. 407
, cf.Ag. 1353;ἀπηλλάχθαι δ' ἀ. S.El. 1338
;σοὶ.. ἀ. φιλοσοφεῖν Isoc.1.3
; ; ἐπ' ἀκμῆς εἶναι, c. inf., to be on point of doing, E.Hel. 897; εἰς ἀκμὴν ἐλθὼν φίλοις in the nick of time, E.HF 532; ἐπ' αὐτὴν ἥκει τὴν ἀκμήν it is come to the critical time, D.4.41; ἀκμὴν εἴληφεν have reached a critical moment, Isoc.Ep.1.1, cf. Plu.Sol.12, 15, 2.656f. -
9 πτέρυξ
πτέρυξ, υγος, ἡ (nach Aristarch. πτερύξ zu accentuiren, vgl. Schol. Il. 2, 316; Andere wollten gar einen Unterschied in der Bedeutung nach dem Accent machen, E. M.), Feder, Flügel; πτέρυγος λάβεν, ergriff am Flügel, Il. 2, 316; ἀγαλλόμεναι πτερύγεσσιν, 2, 462, u. sonst; πτέρυγα χαλάξαις, Pind. P. 1, 6; πτερύγεσσιν ἀγλααῖς Πιερίδων, I. 1, 64; ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς, Aesch. Prom. 126; πτερύγων ἐρετμοῖσιν ἐρεσσόμενοι, Ag. 52; Soph. Ant. 114; übtr., γόων, El. 235; ἅμ' ἠελίου πτέρυγι ϑοῇ, Eur. Ion 123, u. öfter. – Uebh. ein hervorstehender, herabhangender Theil, z. B. des Ohres, am Kleide, am Harnisch, Xen. Equ. 12; τῆς κοπίδος, Plut. Alex. 16; am Geländer, des Gebirges, Mus. 48 u. s. w., wo zum Theil auch unser »Flügel« entspricht, Ael. H. A. 9, 40 nennt das Schwert des ξιφίας so, u. sonst auch die Scharfe, Schneide des Schwertes, Beiles, wobei wahrscheinlich auch an die Aehnlichkeit zu denken, welche das griechische Beil mit einem Flügel hat, auch λόγχης, Poll. 5, 21. – Bei Iul. Aeg. 9 (VI, 12) steht es für Vogel.
-
10 ακμη
дор. ἀκμά ἥ1) край, кончик, острие(ὀδόντων Pind.; κερκίδων Soph.; λόγχης Eur.)
ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς Soph. — обеими руками;ποδοῖν ἀκμαί Soph. — ступни;ἔμπυροι ἀκμαί Eur. — огненные языки;ἐπὴ ξυροῦ ἀκμῆς погов. Hom., Her. — на острие бритвы, т.е. в критическом положении2) высшая точка, высшая степень, расцвет, зрелость(ἤβης Soph.; βίου Xen.)
ἐν ἀκμῇ Plat., Thuc. и ἐν ταῖς ἀκμαῖς Isocr. — в цвету, в расцвете3) разгар(θέρους Xen.)
χειμῶνος αἱ περὴ τροπὰς ἀκμαί Plut. — зимний солнцеворот;τῆς μάχης ἀκμέν ὁξεῖαν ἐχούσης Plut. — в самый разгар сражения4) цвет, лучшая часть(τοῦ ναυτικοῦ Thuc.)
5) сила, мощь(χερῶν Aesch.; ποδῶν Pind.)
ἥ τῶν ὀμμάτων ἀ. Plat. — острота зрения6) лучшая пора, наиболее подходящее времяἥκεις εἰς ἀκμέν ἐλθών Eur. — ты пришел кстати;
γάμων ἀκμαί Soph. — брачный возраст;ἀ. γὰρ οὐ μακρῶν λόγων Soph. — не время долго говорить;
См. также в других словарях:
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek
διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek
Τήλεφος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή και της Αύγης, κόρης του βασιλιά της Τεγέας, Αλεού, και ιέρειας της Αθηνάς. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του τον έκρυψε στο ιερό άλσος της Αθηνάς, όπου τον βρήκε ο Αλεός. Ο Αλεός… … Dictionary of Greek
οπλομαχία — Η τέχνη του χειρισμού των όπλων και ιδιαίτερα του ξίφους (ξιφασκία), της σπάθας (σπαθασκία) και της λόγχης (λογχομαχία). Η ο. αποτέλεσε αναγκαία άσκηση στο παρελθόν, όχι μόνο στον πόλεμο αλλά και ως μέσο για την επίλυση των ατομικών διαφορών.… … Dictionary of Greek
ξυστός — Πάπας της Ρώμης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν πολύ μορφωμένος και έγινε πάπας Ρώμης με το όνομα Σίξτος B’ (257 – 258). Αναφέρεται ότι μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου επί Δεκίου (249 –… … Dictionary of Greek
αθήρ — Όρος της βοτανικής που σημαίνει την προέκταση των ειδικών παρανθίων ή λεπύρων των αγρωστωδών, το άγανο (η βελονωτή απόφυση) του σταχυού. Η λέξη α. χρησημοποιείται και μεταφορικά για να δηλώσει το λεπτότερο και εκλεκτότερο μέρος κάθε πράγματος,… … Dictionary of Greek
λογχοδόκη — η δερμάτινη θήκη τής σαγής τών λογχοφόρων ιππέων μέσα στην οποία στηριζόταν το κάτω άκρο τής λόγχης κατά την πορεία, αλλ. λογχοφόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχος + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη, οψο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ.… … Dictionary of Greek
LONGINUS — I. LONGINUS Cos. cum Decio, A. U. C. 1239. LONGINUS Patricius Rom. primus Exarchus Ravennensis, a Iustino Iun. missus, in Italiam, loco Narsetis, A. C. 567. Longobardis, tum sedes in regione hac quaerentibus, se opposuit, ab Imp. postea revocatus … Hofmann J. Lexicon universale
λογχομαχία — η [λογχομαχώ] 1. μάχη με λόγχες 2. άσκηση στον χειρισμό τής λόγχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογχομαχῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
λογχομαχία — η 1. μάχη με λόγχες: Σκοτώθηκε σε μια λογχομαχία. 2. άσκηση στο χειρισμό της λόγχης: Συμμετείχα σε άσκηση λογχομαχίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)